Η αρχαιολογική έρευνα ως κατ' εξοχήν μελέτη των υλικών καταλοίπων της Ιστορίας θέτει "επί των τύπων των ήλων" τον δάκτυλο της έρευνας με την απαίτηση και την προσδοκία να εδραιώσει ένα στέρεο οικοδόμημα επιστημονικής επιχειρηματολογίας που θα στηρίξει την όποια ιστορική κατασκευή. Στις περιπτώσεις όπου οι ιστορικές μαρτυρίες ελλείπουν, η ίδια η αρχαιολογική έρευνα αντιμετωπίζει τα ευρήματά της χωρίς πραγματικό υποστηρικτικό πλαίσιο. Μια τέτοια περίπτωση είναι η μελέτη των οχυρώσεων στη διάρκεια της βυζαντινής παρουσίας στην Κρήτη από τον 6ομ.Χ. αι. μέχρι και το 1206 (Ενετοκρατία). Η παρένθεση της Αραβοκρατίας (824-961) περιπλέκει τα πράγματα αφού κι εκεί η ιστορική αναφορά των βυζαντινών μεροληπτεί υπέρ της αυτοκρατορίας. Η έλλειψη μεθοδολογίας και συστηματικής έρευνας στον τομέα των οχυρώσεων όπως και η σιωπή των πηγών για τη βυζαντινή παρουσία αποτελούν από μόνα τους παράγοντες δυσκολίας στην έρευνα. Σε αντιστάθμισμα, η ανάλυση μορφής στα ίδια τα μνημεία ως πρωτογενές υλικό, με τη συνέργια της σύγχρονης δορυφορικής τεχνολογίας αναπληρώνει το κενό της έλλειψης πληροφοριών. Ιδιαίτερα δύσκολή και ριψοκίνδυνη αναφαίνεται στα επιμέρους σημεία η χρονολόγηση σε σχέση με τα ιστορικά σημεία αναφοράς της αντίστοιχης περιόδου.
Στην παρουσίαση θα αναφερθούν συνήθεις πλάνες χρονολόγησης αλλά και τεκμηρίωσης σύμφωνα με τα κρατούντα πρότυπα ιστορικής σκέψης, θα αναφερθούν "προκλήσεις" για ανατροπή της κυρίαρχης ιστορικής γνώσης και σημεία ενδιαφέροντος που καταδεικνύουν την ανάγκη ευέλικτων και ανοικτών μοντέλων κριτικής σκέψης απέναντι στο αρχαιολογικό-ιστορικό υλικό.